- εξάριθμος
- (I)ἐξάριθμος, -ον (Α) [αριθμός]υπεράριθμος («τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν», Ασκληπιόδ.).————————(II)ἑξάριθμος, -ον (AM) [έξι]1. εξαπλός, εξαπλάσιος(«ἀγῶνα... ἑξάριθμον», Πίνδ.)2. επιτ. πολλαπλάσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξάριθμον — ἑξάριθμος sixfold masc/fem acc sg ἑξάριθμος sixfold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάριθμοι — ἐξάριθμος supernumerary masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαρίθμους — ἑξάριθμος sixfold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαρίθμῳ — ἑξάριθμος sixfold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
εξαριθμίζω — ἐξαριθμίζω (Μ) [εξάριθμος (I)] μετρώ, αριθμίζω («καὶ τὰ ἄστρα ἐξαριθμίζω τα», Λίβιστρ. και Ροδ.) … Dictionary of Greek
εξαριθμώ — ἐξαριθμῶ, έω (AM) [εξάριθμος (I)] 1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.) 2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.) 3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω,… … Dictionary of Greek